- πτιλώ
- -όω, Α [πτίλον]εφοδιάζω με πούπουλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πτίλῳ — πτίλον soft feathers neut dat sg πτίλος suffering from masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτίλωσις — ώσεως, ἡ, Α [πτιλῶ] 1. το να έχει ένα πτηνό πτίλα, πούπουλα 2. νόσημα τών βλεφάρων με φλεγμονή στα άκρα τους και πτώση τών βλεφαρίδων … Dictionary of Greek